- υποπεμπτος
- ὑπόπεμπτοςὑπό-πεμπτοςὅ тайно подосланное лицо, т.е. соглядатай Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπεμπτος — sent covertly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπεμπτος — ον, Α [ὑποπέμπτω] αυτός που τόν έστειλαν ως κατάσκοπο χωρίς να γίνει αντιληπτός … Dictionary of Greek
ὑποπέμπτους — ὑπόπεμπτος sent covertly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)